φρούσι
Смотреть что такое "φρούσι" в других словарях:
φρούσι — το, Ν βλ. φουρούσι … Dictionary of Greek
φουρούσι — και φορούσι και φρούσι, το, Ν αρχιτ. προεξοχή επιφάνειας τοίχου ή πρόσθετο εξάρτημα που χρησιμεύει ως υποστήριγμα εξώστη, γεισώματος ή προτομής … Dictionary of Greek
φουρούσι — φουρούσι, το και φορούσι, το και φρούσι, το (λ. τουρκ.), προεξοχή επιφάνειας τοίχου ή εξάρτημα, που χρησιμεύει ως υποστήριγμα μπαλκονιού ιδίως, αλλά και κορνίζας, προτομής κ.ά., κονσόλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)